Ετυμολογία

επεξεργασία
αποκορυφώνομαι < παθητική φωνή του ρημ. αποκορυφώνω

αποκορυφώνομαι

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία