αποκορυφωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποκορυφωτικός < αποκορυφώνω + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίααποκορυφωτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αποκορύφωση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αποκορυφώνω και κορυφή