Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κορυφόω < αρχαία ελληνική κορυφή + -όω

  Ρήμα επεξεργασία

κορυφόω

  1. υψώνω, οδηγώ στην κορυφή
  2. ολοκληρώνω, περατώνω

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία