κορυφωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κορυφωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κορυφώνω
Μετοχή επεξεργασία
κορυφωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη κορυφώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
κορυφωμένος
|
κορυφωμένος, -η, -ο
|