culmination
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- culmination < culminate (en) < λατινικό culminatus (la) μετοχή του ρήματος culminare (la) (= κορυφώνω) < culmen (la) (= κορυφή).
Ουσιαστικό
επεξεργασίαculmination (en)
- το αποκορύφωμα, το μεσουράνημα