μεσουράνημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεσουράνημα < ελληνιστική κοινή μεσουράνημα < αρχαία ελληνική μεσουρανέω / μεσουρανῶ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεσουράνημα ουδέτερο
- (αστρονομία, μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μεσουρανώ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεσουράνημα
|