Δείτε επίσης: μεσουρανῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

μεσουρανώ, πρτ.: μεσουρανούσα, αόρ.: μεσουράνησα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (αστρονομία) βρίσκομαι στη «μέση του ουρανού», στον ουράνιο μεσημβρινό ενός τόπου
  2. (μεταφορικά) βρίσκομαι «στην κορυφή» της δόξας, της επιτυχίας, της ακμής

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία