μεσούρανα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | μεσούρανα | ||
γενική | των | μεσούρανων | ||
αιτιατική | τα | μεσούρανα | ||
κλητική | μεσούρανα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεσούρανα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (κυριολεκτικά) στη μέση του ουρανού, ψηλά στον αέρα
- (μεταφορικά) πολύ ψηλά
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεσούρανα
|
Επίρρημα επεξεργασία
μεσούρανα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεσούρανα
|