Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα επουράνια
      γενική των επουρανίων
    αιτιατική τα επουράνια
     κλητική επουράνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
επουράνια, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου επουράνιος < αρχαία ελληνική ἐπουράνιος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.puˈɾa.ɲa/ (δείτε και το επίθετο)
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐που‐ρά‐νια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επουράνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

επουράνια: κλιτικός τύπος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.puˈɾa.ni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐που‐ρά‐νι‐α

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

επουράνια