μεσουράνηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεσουράνηση | οι | μεσουρανήσεις |
γενική | της | μεσουράνησης* | των | μεσουρανήσεων |
αιτιατική | τη | μεσουράνηση | τις | μεσουρανήσεις |
κλητική | μεσουράνηση | μεσουρανήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεσουρανήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεσουράνηση < ελληνιστική κοινή μεσουράνησις < αρχαία ελληνική μεσουρανέω / μεσουρανῶ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεσουράνηση θηλυκό
- (αστρονομία, μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μεσουρανώ