ενικός         πληθυντικός  
zenith zeniths

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

zenith (en)

  1. (αστρονομία) το ζενίθ, η μεσουράνηση
  2. (μεταφορικά) το ζενίθ, η μεσουράνηση, η αποκορύφωση, το αποκορύφωμα
    ⮡  the zenith of my career - το αποκορύφωμα της καριέρας μου
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη peak