zenith
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
zenith | zeniths |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαzenith (en)
- (αστρονομία) το ζενίθ, η μεσουράνηση
- (μεταφορικά) το ζενίθ, η μεσουράνηση, η αποκορύφωση, το αποκορύφωμα
ενικός | πληθυντικός |
zenith | zeniths |
zenith (en)