ζενίθ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζενίθ < λόγιο δάνειο από τη γαλλική zénith < ισπανικά cenit[1] ή μεσαιωνική λατινική cenit[2] < αραβική (samtu (a)r-raʾs, διαδρομή πάνω από το κεφάλι). Δείτε και το αζιμούθιο.
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαζενίθ ουδέτερο άκλιτο
- (αστρονομία) το υψηλότερο σε σχέση με κάποιον παρατηρητή σημείο ενός ουράνιου σώματος
- (μεταφορικά) απόγειο μιας πορείας
- ≈ συνώνυμα: απόγειο, αποκορύφωμα, ακμή, κολοφώνας, μεσουράνημα
- ※ Στο ναδίρ το διεθνές εμπόριο, στο ζενίθ οι φόβοι προστατευτισμού (Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 21/4/2013)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ zénith - ετυμολογία - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé