Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κολοφώνας οι κολοφώνες
      γενική του κολοφώνα των κολοφώνων
    αιτιατική τον κολοφώνα τους κολοφώνες
     κλητική κολοφώνα κολοφώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κολοφώνας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κολοφών (ακρότατο σημείο) < πόλη Κολοφών (σύμφωνα με τον Στράβωνα, η πόλη αυτή της Ιωνίας ήταν ξακουστή για το αήττητο ιππικό της) ή από αρχαία ελληνική κολώνη (λόφος)
για το τυπογραφικό σημείωμα < άμεσο δάνειο από τη γαλλική colophon ή από την αγγλική colophon[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ko.loˈfo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐λο‐φώ‐νας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κολοφώνας αρσενικό

  1. το πιο ψηλό (και πιθανά τελευταίο) σημείο
    ο αθλητής βρίσκεται στον κολοφώνα της παγκόσμιας δόξας του.
     συνώνυμα: απόγειο, αποκορύφωμα, κορυφή
  2.  
    Ο κολοφώνας στο βιβλίο του Εράσμου Adagia, που τύπωσε ο Άλδος Μανούτιος στη Βενετία το 1508.
    (τυπογραφία) μικρό κείμενο στην προτελευταία ή τελευταία εσωτερική σελίδα ενός βιβλίου, όπου αναφέρονται στοιχεία σχετικά με την έκδοσή του, όπως τα ονόματα του επιμελητή και του διορθωτή, πού και πότε τυπώθηκε, τα τυπογραφικά στοιχεία, η ποιότητα του χαρτιού, ο αριθμός των αντιτύπων, το όνομα του βιβλιοδέτη, κ.λπ.
    ※  Εκδόσεις εκτός εμπορίου σε ειδικά χαρτιά που αναφέρονται στους κολοφώνες. (Τζ. Τσακίρη, «70 χρόνια τυπογραφικής αρτιότητας», περ. Lifo (Αθήνα), τεύχος 329, 27 Φεβρ. 2013)
    → δείτε και τη λέξη βινιέτα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία