ενικός         πληθυντικός  
apex apices / apexes

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

apex (en)

  1. η κορυφή
  2. η αποκορύφωση, το αποκορύφωμα
      the apex of my career - το αποκορύφωμα της καριέρας μου
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη peak



ζητούμενο λήμμα