apices
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαapices (en)
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαapices (en) αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του apex
apices (en)
apices (en) αρσενικό