βινιέτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βινιέτα | οι | βινιέτες |
γενική | της | βινιέτας | των | βινιετών |
αιτιατική | τη | βινιέτα | τις | βινιέτες |
κλητική | βινιέτα | βινιέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βινιέτα < (άμεσο δάνειο) γαλλική vignette + -α, υποκοριστικό του vigne (κλήμα) + -ette (-έτα) < λατινική vinea < vinum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *woino-, *wóih₁nom
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /viˈɲe.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐νιέ‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβινιέτα θηλυκό,
- (τυπογραφία) σχεδίασμα που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό στην αρχή ή στο τέλος κεφαλαίων βιβλίων ή ως πλαίσιο των σελίδων
- (τυπογραφία)εγχάρακτο κόσμημα, με κλάδους, φύλλα και άλλα περίτεχνα σχήματα, που συνήθως μπαίνει στην αρχή των κεφαλαίων ενός βιβλίου
- σήμα (συχνά αυτοκόλλητο) με περίτεχνη σχεδίαση για την αποφυγή παραχάραξης, το οποίο μπαίνει σε διαβατήρια, άδειες κ.λπ.
- ※ Εφ' όσον η βινιέτα της άδειας που κολλιέται στο διαβατήριο είναι σε ισχύ. (Α. Φωτιάδης, «Χωρίς προξενικές υπηρεσίες εκατοντάδες Σύροι στην Ελλάδα», εφημ. Η Καθημερινή (Αθήνα), 23 Ιαν. 2013)
- το σχέδιο που περιέχει ένα πλαίσιο σε σειρά σχεδίων κόμιξ