Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κεφαλίδα οι κεφαλίδες
      γενική της κεφαλίδας των κεφαλίδων
    αιτιατική την κεφαλίδα τις κεφαλίδες
     κλητική κεφαλίδα κεφαλίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεφαλίδα < αρχαία ελληνική κεφαλίς < κεφαλή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰebʰ-l- (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική header)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ce.faˈli.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κε‐φα‐λί‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κεφαλίδα θηλυκό

  1. η περιοχή στο επάνω μέρος της σελίδας ενός εγγράφου, όπου καταγράφονται διάφορα στοιχεία, όπως ο αριθμός σελίδας, ο τίτλος του κεφαλαίου, το όνομα του συγγραφέα κ.ά.
  2. (δίκτυο υπολογιστών) header: το πρώτο μέρος ενός δεδομενογράμματος (datagram), που περιέχει στοιχεία για την αποστολή του μέσω του δικτύου και για το ωφέλιμο φορτίο του (payload)

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

επικεφαλίδα

  Μεταφράσεις επεξεργασία