↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κεφᾰλῐδ-
ονομαστική κεφαλίς αἱ κεφαλίδες
      γενική τῆς κεφαλίδος τῶν κεφαλίδων
      δοτική τῇ κεφαλίδ ταῖς κεφαλίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κεφαλίδ τὰς κεφαλίδᾰς
     κλητική ! κεφαλίς* κεφαλίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κεφαλίδε
γεν-δοτ τοῖν  κεφαλίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Κεφαλίδες (κύλινδροι) ενός βιβλίου.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κεφαλίς < κεφαλ(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ίς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κεφαλίς θηλυκό

  1. (υποκοριστικό)
  2. (υπόδηση) μέρος του παπουτσιού
  3. (ελληνιστική σημασία)
    1. κεφαλάκι, όπως το κεφάλι σκόρδου
    2. άκρο, όπως το κεφάλι καρφιού
    3. επικεφαλίδα μιας στήλης κειμένου
    4. κύλινδρος ενός βιβλίου, τόμος
    5. (αρχιτεκτονική) κιονόκρανο, μικρή αψίδα
    6. (ναυτικός όρος) καραβόσκοινο
    7. (στον πληθυντικό) κεφαλίδες: επάλξεις