πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έπαλξη οι επάλξεις
      γενική της έπαλξης* των επάλξεων
    αιτιατική την έπαλξη τις επάλξεις
     κλητική έπαλξη επάλξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επάλξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

έπαλξη θηλυκό

  1. (ιστορία) καθεμιά από τις προεξοχές στο πάνω μέρος ενός τείχους, φρουρίου ή πύργου
  2. (μεταφορικά) η πρώτη γραμμή από την οποία δίνεται μια μάχη, ένας αγώνας ή γίνεται μια προσπάθεια

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία