→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία

ἀλέξω < αλεκ- + σ, ρίζα όμοια με την ἀλκή (δύναμη)

ἀλέξω τινί τι και ἀλεξέω και ἀλέκω

ἀλέξειν τούτοις κακόν
  • εὔχοιτο τοσοῦτον χρόνον ζῆν ἔστε νικῴη καὶ τοὺς εὖ καὶ κακῶς ποιοῦντας ἀλεξόμενος : προσευχόταν (ο Κύρος) να ζήσει αρκετά ώστε να υπερισχύσει ανταποδίδοντας και σε εκείνους που τον ευεργέτησαν και σε εκείνους που τον έβλαψαν (Ξενοφών, Κύρου Ανάβαση, Βιβλίο Α΄, 9.11)

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • θέμα ἀλέξ- + συνδ. φωνήεν ι : σε λόγιες λέξεις της νέας ελληνικής ως πρώτο συνθετικό (αλεξ-/αλεξι-) σημαίνει απώθηση, απομάκρυνση κάποιου κακού το οποίο δηλώνεται με το δεύτερο συνθετικό
  • θέμα ἀλκ- < ἀλεκ- , ἀρκ