αλεξι-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλεξι- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀλεξι- < ἀλέξω (αποκρούω, διώχνω) με -ι- σε σύνθεση, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική para- όπως στο parachute (αλεξίπτωτο)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.le.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λε‐ξι-
Πρόθημα
επεξεργασίααλεξι-, αλεξί- ή αλεξ- συνήθως, πριν από φωνήεν
- σε λόγιες λέξεις, ως πρώτο συνθετικό σημαίνει απώθηση, απομάκρυνση κάποιου κακού το οποίο δηλώνεται με το δεύτερο συνθετικό
- αλεξικέραυνο
- Αλέξανδρος
- αλεξίπτωτο, αλεξίσφαιρος
- σε παρωχημένες λόγιες λέξεις, όπως αλεξιβρόχιο, αλεξίλυπος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
αλεξι-
αλεξι-
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αλεξι- στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά
- αλεξήλιο
- αλεξήνεμο
- αλεξήνεμος
- αλεξιανέμιο
- αλεξιβάσκανο
- αλεξιβρόχι, αλεξιβρόχιο, αλεξίβροχο
- αλεξίβροχος
- αλεξιθόρυβος (επίθετο)
- αλεξίκακος
- αλεξικέραυνο, (αλεξικέραυνος)
- αλεξίκροτος
- αλεξίλυπος
- αλεξίπονος
- αλεξιπτωτισμός
- αλεξιπτωτιστής, αλεξιπτωτίστρια
- αλεξιπτωτιστικός
- αλεξίπτωτο
- αλεξίπυρο
- αλεξίπυρος
- αλεξίσφαιρος
- αλεξιφάρμακο
- αλεξίφλογο
- αλεξίφωτο
- αλεξίφωτος
- → και δείτε το όνομα Αλέξανδρος για σύνθετα ονόματα με αλεξ- όπως Αλεξάνδρεια, αλεξανδρινό, αλεξανδρινός
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ αλεξι- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας