αλεξήνεμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλεξήνεμος < (ελληνιστική κοινή) ἀλεξήνεμος < ἀλέξω + ἄνεμος
Επίθετο
επεξεργασίααλεξήνεμος
- (λόγιο) που προστατεύει από τον άνεμο
- (ουσιαστικοποιημένο) (λόγιο) αλεξήνεμο: παρμπρίζ, ανεμοθώρακας, φέρινγκ
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλεξήνεμος
|