Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φέρινγκ < αγγλική fairing < fair

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φέρινγκ ουδέτερο άκλιτο

  • το αλεξήνεμο
    ※  Προσπαθούσα να μικρύνω τον όγκο μου, κόλλησα τους αγκώνες στα πλευρά μου, κρύφτηκα πίσω απ'το φέρινγκ. Η οδήγηση της μηχανής κάτω από παρόμοιες συνθήκες μοιάζει μ'ενός ιστιοπλοϊκού (Κωστής Γκισομούλης, Ανατολή, εκδ. Κέδρος, 1998, σελ. 63)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία