αλεξήνεμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλεξήνεμο < ουδέτερο του αλεξήνεμος < (ελληνιστική κοινή) ἀλεξήνεμος < ἀλέξω + ἄνεμος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλεξήνεμο ουδέτερο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αλεξήνεμο