αντιανεμικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιανεμικό < ουδέτερο του αντιανεμικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντιανεμικό ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιανεμικό
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααντιανεμικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντιανεμικός