↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιανεμικός η αντιανεμική το αντιανεμικό
      γενική του αντιανεμικού της αντιανεμικής του αντιανεμικού
    αιτιατική τον αντιανεμικό την αντιανεμική το αντιανεμικό
     κλητική αντιανεμικέ αντιανεμική αντιανεμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιανεμικοί οι αντιανεμικές τα αντιανεμικά
      γενική των αντιανεμικών των αντιανεμικών των αντιανεμικών
    αιτιατική τους αντιανεμικούς τις αντιανεμικές τα αντιανεμικά
     κλητική αντιανεμικοί αντιανεμικές αντιανεμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιανεμικός < αντι- + άνεμος + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

αντιανεμικός, -ή, -ό

  1. που προστατεύει από τον άνεμο
  2. (ουσιαστικοποιημένο) αντιανεμικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία