αντιανεμικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααντιανεμικός, -ή, -ό
- που προστατεύει από τον άνεμο
- (ουσιαστικοποιημένο) αντιανεμικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αντιανεμικός
|
αντιανεμικός, -ή, -ό
|