Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλεξίπυρος η αλεξίπυρη το αλεξίπυρο
      γενική του αλεξίπυρου της αλεξίπυρης του αλεξίπυρου
    αιτιατική τον αλεξίπυρο την αλεξίπυρη το αλεξίπυρο
     κλητική αλεξίπυρε αλεξίπυρη αλεξίπυρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλεξίπυροι οι αλεξίπυρες τα αλεξίπυρα
      γενική των αλεξίπυρων των αλεξίπυρων των αλεξίπυρων
    αιτιατική τους αλεξίπυρους τις αλεξίπυρες τα αλεξίπυρα
     κλητική αλεξίπυροι αλεξίπυρες αλεξίπυρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλεξίπυρος < αλεξι- + πυρ + -ος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pare-feu)

  Επίθετο επεξεργασία

αλεξίπυρος

  1. (λόγιο) που είναι ανθεκτικός στη φωτιά ή μας προστατεύει απ’ αυτή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) αλεξίπυρο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία