αλεξιπτωτισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλεξιπτωτισμός < λέξη της καθαρεύουσας ἀλεξιπτωτισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλεξιπτωτισμός αρσενικό
- το σπορ της πτώσης με αλεξίπτωτο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλεξιπτωτισμός