Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλεξήλιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αλεξήλι
ο
τα
αλεξήλι
α
γενική
του
αλεξηλί
ου
&
αλεξήλι
ου
των
αλεξηλί
ων
αιτιατική
το
αλεξήλι
ο
τα
αλεξήλι
α
κλητική
αλεξήλι
ο
αλεξήλι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλεξήλιο
<
ἀλέξω
+
ἥλιος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αλεξήλιο
ουδέτερο
η
ομπρέλα
ηλίου, η
ομπρέλα
που προφυλάσσει από τις ακτίνες του ηλίου, το
παρασόλι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλεξήλιο
αγγλικά
:
umbrella
(en)
,
parasol
(en)
,
εσωτερικό γείσο αυτοκινήτου
:
sun visor
(en)
γαλλικά
:
parasol
(fr)
τσεχικά
:
slunečník
(cs)