Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλεξήλιο τα αλεξήλια
      γενική του αλεξηλίου
αλεξήλιου
των αλεξηλίων
    αιτιατική το αλεξήλιο τα αλεξήλια
     κλητική αλεξήλιο αλεξήλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλεξήλιο < ἀλέξω + ἥλιος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλεξήλιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία