Ετυμολογία

επεξεργασία
parasol < ιταλική parasole < para- + sole (ήλιος)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
parasol parasols

parasol (fr) αρσενικό

  1. η ομπρέλα ηλίου, το παρασόλι

Εκφράσεις

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /paˈrasɔl/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

parasol (pl) αρσενικό

  1. η ομπρέλα

Συγγενικά

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία