sole
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαsole (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- μοναδικός, μόνος, μόνο ένα
- ⮡ They blew up the sole bridge on the river to delay the enemy advance.
- Ανατίναξαν τη μοναδική γέφυρα του ποταμού, για να καθυστερήσουν την εχθρική προέλαση.
- ⮡ the sole survivor - ο μόνος που επέζησε
- ⮡ This is the sole reason.
- Αυτός είναι ο μόνος λόγος.
- ⮡ They blew up the sole bridge on the river to delay the enemy advance.
- μοναδικός, που ανήκει σε ένα μόνο άτομο ή ομάδα και δεν μοιράζεται
- ⮡ He became the sole proprietor of the business by buying out his partner's share.
- Έγινε μοναδικός ιδιοκτήτης της επιχείρησης εξαγοράζοντας το μερίδιο του συνεταίρου του.
- ⮡ He became the sole proprietor of the business by buying out his partner's share.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sole | soles |
sole (en)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- sole (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- sole (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- sole (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 562. ISBN 9780194325684., λήμμα: μόνος
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsole (fr) θηλυκό
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsole (it)