Ετυμολογία

επεξεργασία
solely < sole + -ly

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsəʊl.li/
ΔΦΑ : /ˈsoʊl.li/ (ΗΠΑ)
 

  Επίρρημα

επεξεργασία

solely (en) (χωρίς παραθετικά)

  • μόνο, μόνο και μόνο, αποκλειστικά, δεν αφορά κάποιον ή κάτι άλλο
    ⮡  solely because of you - μόνο και μόνο εξαιτίας σου
    ⮡  He made an entire trip solely to see her, for no other reason.
    Έκανε ολόκληρο ταξίδι μόνο και μόνο για να τη δει, για κανέναν άλλο λόγο.
     συνώνυμα:  alone, entirely, exclusively, expressly, just και only