Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός alone
συγκριτικός more alone
υπερθετικός most alone

alone (en)

  1. μόνος του, χωρίς άλλους ανθρώπους
    ⮡  They were alone in the forest.
    Ήταν μόνοι τους στο δάσος.
    ⮡  -“I failed!” -“You are not alone!”
    -«Απότυχα!» -«Δεν είσαι ο μόνος
  2. μόνος και δυστυχισμένος ή χωρίς φίλους
    ⮡  She is alone with her thoughts/grief.
    Είναι μόνη με τις σκέψεις/τη λύπη της.

  Επίρρημα

επεξεργασία

alone (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. μόνο, μόνος μου, μοναχός, χωρίς συντροφιά, χωρίς άλλους ανθρώπους
    ⮡  John came alone; no one else.
    Μόνο ο Γιάννης ήρθε· κανείς άλλος.
    ⮡  He was sitting alone.
    Καθόταν μόνος του.
    ⮡  He lives alone.
    Ζει μόνος του/μοναχός του.
    ⮡  Leave me alone/leave us alone for a moment.
    Άφησέ με μόνο/Άφησέ μας μόνους μια στιγμή.
  2. μόνος του, μοναχός, χωρίς τη βοήθεια άλλων ανθρώπων ή πραγμάτων
    ⮡  He works alone. He has his own work.
    Δουλεύει μόνος του. Έχει δική του δουλεία.
    ⮡  If you are scared, I will go at it alone.
    Αν εσείς φοβάστε, θα προχωρήσω μόνος μου.
    ⮡  I will make it alone.
    Θα το φτιάξω μοναχός (μου).
  3. μόνος μου, η μοναξιά, μόνος και δυστυχισμένος ή χωρίς φίλους
    ⮡  She went to the dance alone.
    Πήγε στο χορό μόνη της.
    ⮡  I feel alone.
    Νιώθω μόνος/μοναξιά.
  4. μόνος μου, μόνο, χρησιμοποιείται μετά από ουσιαστικό ή αντωνυμία για να δηλώσει ότι το πρόσωπο ή το πράγμα που αναφέρεται είναι το μόνο
    ⮡  He alone killed two lions.
    Σκότωσε δυο λιοντάρια εντελώς μόνος του.
    ⮡  This concerns me alone and no one else.
    Aυτό αφορά μόνο εμένα και κανέναν άλλον.
    ⮡  You alone can help me.
    Μόνο εσύ μπορείς να με βοηθήσεις.
  5. μόνο, αποκλειστικά, χρησιμοποιείται μετά από ουσιαστικό ή αντωνυμία για να τονίσει ένα συγκεκριμένο πράγμα
    ⮡  The price includes breakfast alone, nothing else.
    Στην τιμή περιλαμβάνεται μόνο το πρωινό, τίποτε άλλο.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία