let alone
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαlet alone (en)
- (ιδιωματισμός) πολύ περισσότερο (δε), πόσο μάλλον, χώρια
- ⮡ He can’t walk yet, let alone run!
- Δεν μπορεί να περπατήσει ακόμα, πολύ περισσότερο δε να τρέξει!
- ⮡ He was always consistent, let alone now!
- Πάντα ήταν συνεπής, πόσο μάλλον τώρα!
- ⮡ He exploits his own brother, let alone me.
- Εκμεταλλεύεται τον ίδιο του τον αδερφό, πόσο μάλλον εμένα.
- ⮡ I didn’t go to the theater because I didn’t have time, let alone money.
- Δεν πήγα στο θέατρο γιατί δεν είχα χρόνο, χώρια που δεν είχα και λεφτά.
- ⮡ He can’t walk yet, let alone run!
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- alone (idioms): let alone - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 522-523, 721-722. ISBN 9780194325684., λήμμα: μάλλον, πολύ