Ετυμολογία

επεξεργασία
let alone < → δείτε τις λέξεις let και alone

  Έκφραση

επεξεργασία

let alone (en)

  • (ιδιωματισμός) πολύ περισσότερο (δε), πόσο μάλλον, χώρια
    ⮡  He can’t walk yet, let alone run!
    Δεν μπορεί να περπατήσει ακόμα, πολύ περισσότερο δε να τρέξει!
    ⮡  He was always consistent, let alone now!
    Πάντα ήταν συνεπής, πόσο μάλλον τώρα!
    ⮡  He exploits his own brother, let alone me.
    Εκμεταλλεύεται τον ίδιο του τον αδερφό, πόσο μάλλον εμένα.
    ⮡  I didn’t go to the theater because I didn’t have time, let alone money.
    Δεν πήγα στο θέατρο γιατί δεν είχα χρόνο, χώρια που δεν είχα και λεφτά.

Συνώνυμα

επεξεργασία