leave alone
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαleave alone (en) (ιδιωματισμός)
- αφήνω ήσυχο, σταματώ να ενοχλώ (δημιουργώ πρόβλημα) σε κάποιον
- ⮡ Leave me alone!
- Άσε με ήσυχο!
- ⮡ Leave the child/the dog alone.
- Άφησε ήσυχο το παιδί/το σκυλί.
- ⮡ Leave me alone!
- δεν αγγίζω, σταματώ να αγγίζω, να αλλάζω ή να μετακινώ κάτι
- ⮡ Leave my watch alone!
- Μην αγγίζεις το ρολόι μου!
- ⮡ Leave my watch alone!