Ετυμολογία

επεξεργασία
on one's own < → δείτε τις λέξεις on, one's και own

  Έκφραση

επεξεργασία

on one's own (en)

  • (ιδιωματισμός) μόνος μου, χωρίς τη βοήθεια κανενός
    ⮡  He lives on his own.
    Ζει μόνο του.
    ⮡  She went to the dance on her own.
    Πήγε στο χορό μόνη της.
    ⮡  Can you translate it on your own?
    Μπορείς να το μεταφράσεις μόνος σου;

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη alone

Άλλες μορφές

επεξεργασία