on one's own
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασία- (ιδιωματισμός) μόνος μου, χωρίς τη βοήθεια κανενός
- ⮡ He lives on his own.
- Ζει μόνο του.
- ⮡ She went to the dance on her own.
- Πήγε στο χορό μόνη της.
- ⮡ Can you translate it on your own?
- Μπορείς να το μεταφράσεις μόνος σου;
- ⮡ He lives on his own.
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη alone
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- own (idioms): (all) on your own - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 562. ISBN 9780194325684., λήμμα: μόνος