only
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαonly (en) (χωρίς παραθετικά)
- μόνος, που είναι χωρίς τη συντροφιά άλλων
- ⮡ My only concern is you.
- Η μόνη μου έγνοια είναι εσύ.
- ⮡ It was the only time when…
- Ήταν η μόνη φορά που…
- ⮡ This is the only reason.
- Αυτός είναι ο μόνος λόγος.
- ⮡ The only one that survived.
- Ο μόνος που επέζησε.
- ⮡ The only thing I want is my peace and quiet.
- Το μόνο που θέλω είναι η ησυχία μου!
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη sole
- ⮡ My only concern is you.
Επίρρημα
επεξεργασίαonly (en) (χωρίς παραθετικά)
- μόνο, κανένας ή τίποτα άλλο
- ⮡ Only John came; no one else.
- Μόνο ο Γιάννης ήρθε· κανείς άλλος.
- ⮡ Only Paul saw the snake (in other words, no one else).
- Μόνο ο Παύλος είδε το φίδι (δηλαδή κανείς άλλος).
- ⮡ Paul saw only the snake/Paul saw the snake only (in other words, nothing else).
- Ο Παύλος είδε μόνο το φίδι (δηλαδή τίποτα άλλο).
- ⮡ Ladies only!
- Μόνο για Κυρίες!
- ⮡ Only you can help me.
- Μόνο εσύ μπορείς να με βοηθήσεις.
- ⮡ Only John knows it.
- Μόνο ο Γιάννης το ξέρει.
- ⮡ Only you can judge.
- Εσύ μόνο μπορείς να κρίνεις.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη alone
- ⮡ Only John came; no one else.
- μόνο, μόνο και μόνο, σε καμία άλλη κατάσταση, τόπο κτλ.
- ⮡ He works only in the afternoons.
- Δουλεύει μόνο απογεύματα.
- ⮡ I accept only with the terms I mentioned.
- Δέχομαι μόνο με τους όρους που ανέφερα.
- ⮡ He did it only to please you.
- Tο ΄κανε μόνο για να σ΄ ευχαριστήσει.
- ⮡ Sign only as long as you agree.
- Nα υπογράψετε μόνο εφόσον συμφωνείτε.
- ⮡ He does that only to annoy me.
- Το κάνει αυτό μόνο και μόνο για να με εκνευρίζει.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη solely
- ⮡ He works only in the afternoons.
- μόνο, απλώς, δεν είναι πιο σημαντικό, ενδιαφέρον, σοβαρό κτλ.
- ⮡ Paul only saw the snake (in other words, he didn’t kill it).
- Ο Παύλος μόνο που είδε το φίδι (δηλαδή δεν το σκότωσε).
- ⮡ I am only a secretary.
- Εγώ είμαι μόνο γραμματέας.
- ⮡ I only looked at it, I never touched it.
- Εγώ μόνο που το κοίταξα, δεν το άγγιξα.
- ⮡ I only touched it.
- Εγώ απλώς το άγγιζα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη merely
- ⮡ Paul only saw the snake (in other words, he didn’t kill it).
- μόνο, όχι περισσότερο από, όχι μακρύτερο από
- ⮡ I only want so much.
- Θέλω τόσο μόνο.
- ⮡ Only five individuals were injured in the accident.
- Στο δυστύχημα τραυματίστηκαν μόνο πέντε άτομα.
- ⮡ He worked for one year/one week only.
- Δούλεψε ένα χρόνο/μια βδομάδα μόνο.
- ⮡ The number has only one digit.
- Ο αριθμός έχει ένα μόνο ψηφίο.
- ⮡ I only want so much.
- μόνο, μόνο αφού, όχι μέχρι κάποια στιγμή
- ⮡ Only then will he help him, when he sees that he is trying.
- Τότε μόνο θα τον βοηθήσει, όταν δει ότι προσπαθεί.
- ⮡ I gave it to him only after he promised to…
- Του το έδωσα μόνο αφού υποσχέθηκε να…
- ⮡ Only then will he help him, when he sees that he is trying.
- μόνο, χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος δεν μπορεί να κάνει περισσότερο από αυτό που αναφέρεται, αν και αυτό μάλλον δεν είναι αρκετό
- ⮡ If only he came, even only for a little bit.
- Aς ερχόταν, έστω και μόνο για λίγο.
- ⮡ If only he came, even only for a little bit.
- μόνο, αρκεί μόνο να, φτάνει μόνο να
- ⮡ You can stay, only if you don’t disturb us.
- Mπορείτε να μείνετε, μόνο να μη μας ενοχλείτε.
- ⮡ Only if it is not too late!
- Φτάνει μόνο να μην είναι πολύ αργά!
- ≈ συνώνυμα: as long as
- ⮡ You can stay, only if you don’t disturb us.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣύνδεσμος
επεξεργασίαonly (en)
- (ανεπίσημο) μόνο που, μόνο
- ⮡ I would buy it, only it is too expensive.
- Θα το αγόραζα, μόνο που είναι ακριβό.
- ⮡ He could be good, only he never studies at home.
- Θα μπορούσε να είναι καλός, μόνο που δεν μελετάει ποτέ στο σπίτι.
- ⮡ I need it, only I don’t have the money to buy it.
- Tο χρειάζομαι, μόνο που δεν έχω λεφτά για να το αγοράσω.
- ⮡ He will help you, only don’t ask him for money.
- Θα σας βοηθήσει, μόνο λεφτά μην του ζητήσετε.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη except
- ⮡ I would buy it, only it is too expensive.
Πηγές
επεξεργασία- only (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- only (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- only (conjunction) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 97, 561, 562. ISBN 9780194325684., λήμμα: απλώς, μόνον(ν), μόνος