exclusively
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | exclusively |
συγκριτικός | more exclusively |
υπερθετικός | most exclusively |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαexclusively (en)
παραθετικά | |
θετικός | exclusively |
συγκριτικός | more exclusively |
υπερθετικός | most exclusively |
exclusively (en)