lone
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαlone (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- lone - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 560. ISBN 9780194325684., λήμμα: μοναχικός