lonely
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | lonely |
συγκριτικός | lonelier |
υπερθετικός | loneliest |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαlonely (en)
- μοναχικός, μόνος, λυπημένος και περασμένος μόνος
- ↪ a lonely life - μια μοναχική ζωή
- ↪ a lonely traveler - ένας μοναχικός ταξιδιώτης
- ↪ I feel lonely.
- Νιώθω μόνος (=μοναξιά).
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- lonely - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 560, 562. ISBN 9780194325684., λήμμα: μοναχικός, μόνος