παραθετικά
θετικός lonely
συγκριτικός lonelier
υπερθετικός loneliest

  Ετυμολογία

επεξεργασία
lonely < lone + -ly

  Επίθετο

επεξεργασία

lonely (en)

  • μοναχικός, μόνος, λυπημένος και περασμένος μόνος
    ⮡  a lonely life - μια μοναχική ζωή
    ⮡  a lonely traveler - ένας μοναχικός ταξιδιώτης
    ⮡  I feel lonely.
    Νιώθω μόνος (=μοναξιά).