Ετυμολογία

επεξεργασία
loneliness < lonely + -ness

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

loneliness (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η μοναξιά, το συναίσθημα
    ⮡  when loneliness weighs heavily on me - όταν με πνίγει η μοναξιά
  2. η μοναξιά, η κατάσταση
    ⮡  the loneliness of the lighthouse keeper - η μοναξιά του φαροφύλακα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη solitude