Ουσιαστικό

επεξεργασία

solitude (en) (μη μετρήσιμο)

  • η μοναξιά, η κατάσταση όταν είμαι μόνος, ειδικά όταν το βρίσκω ευχάριστο
    ⮡  I am fond of solitude.
    Μου αρέσει η μοναξιά.
    ⮡  The solitude of the forest.
    H μοναξιά του δάσους.
     συνώνυμα:  loneliness και seclusion



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
solitude solitudes

solitude (fr) θηλυκό