αλεξανδρινό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααλεξανδρινό
- αιτιατική ενικού του αλεξανδρινός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αλεξανδρινός
- καλλωπιστικό φυτό με κόκκινα φύλλα (ή αλεξαντρινό)