ἀλεξιβρόχιον

(Ανακατεύθυνση από αλεξιβρόχιο)
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀλεξιβρόχιον τὰ ἀλεξιβρόχια
      γενική τοῦ ἀλεξιβροχίου τῶν ἀλεξιβροχίων
      δοτική τῷ ἀλεξιβροχί τοῖς ἀλεξιβροχίοις
    αιτιατική τὸ ἀλεξιβρόχιον τὰ ἀλεξιβρόχια
     κλητική ! ἀλεξιβρόχιον ἀλεξιβρόχια
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀλεξιβρόχιον (μαρτυρείται από το 1897)[1] < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική parapluie → δείτε ἀλεξι-, βροχή και -ιον

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.le.ksiˈvɾo.çi.on/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ἀ‐λε‐ξι‐βρό‐χι‐ον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀλεξιβρόχιον ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 38, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου