αλεξίσφαιρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλεξίσφαιρος < αλεξι- + σφαίρα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pare-balles)
Επίθετο
επεξεργασίααλεξίσφαιρος, -η, -ο
- που προστατεύει από τις σφαίρες
- αλεξίσφαιρο τζάμι, αλεξίσφαιρο γιλέκο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αλεξίσφαιρος