bulletproof
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | bulletproof |
συγκριτικός | more bulletproof |
υπερθετικός | most bulletproof |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαbulletproof (en)
παραθετικά | |
θετικός | bulletproof |
συγκριτικός | more bulletproof |
υπερθετικός | most bulletproof |
bulletproof (en)