Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈbʊl.ɪt/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bullet bullets

bullet (en)

  1. βόλι, σφαίρα, βλήμα
     συνώνυμα: projectile
  2. (τυπογραφία) βούλα, κουκκίδα

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • bullet στην αγγλική Βικιπαίδεια