Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλεξι- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀλεξι- < ἀλέξω (αποκρούω, διώχνω) με -ι- σε σύνθεση, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική para- όπως στο parachute (αλεξίπτωτο)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.le.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λε‐ξι-

  Πρόθημα επεξεργασία

αλεξι-, αλεξί- ή αλεξ- συνήθως, πριν από φωνήεν

Συνώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
αλεξι- 

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία