Δείτε επίσης: Ἄλκηστις, αλκή, Ἀλκή
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀλκή αἱ ἀλκαί
      γενική τῆς ἀλκῆς τῶν ἀλκῶν
      δοτική τῇ ἀλκ ταῖς ἀλκαῖς
    αιτιατική τὴν ἀλκήν τὰς ἀλκᾱ́ς
     κλητική ! ἀλκή ἀλκαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀλκᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἀλκαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀλκή < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀλκή, -ῆς θηλυκό

  1. ανδρεία, θάρρος
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 24 (ω. Σπονδαί.), στίχ. 509 (στίχοι 508-509)
    μή τι καταισχύνειν πατέρων γένος, οἳ τὸ πάρος περ | ἀλκῇ τ᾽ ἠνορέῃ τε κεκάσμεθα πᾶσαν ἐπ᾽ αἶαν.»
    Κοίταξε όμως μην ντροπιάσεις τους προγόνους σου· από καιρό | είμαστε φημισμένοι σ᾽ όλη την οικουμένη για την αντρεία και το θάρρος μας.»
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 1030
    τίς ἀλκὴ τὸν θανόντ᾽ ἐπικτανεῖν;
    είναι αντρεία τον πεθαμένο να ξανασκοτώνεις;
    Μετάφραση (1940): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
  2. δύναμη
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 17 (Ρ. Μενελάου ἀριστεία.), στίχ. 185 (στίχοι 184-185)
    «Τρῶες καὶ Λύκιοι καὶ Δάρδανοι ἀγχιμαχηταί, | ἀνέρες ἔστε, φίλοι, μνήσασθε δὲ θούριδος ἀλκῆς,
    «Τρώες, Λύκιοι, Δάρδανοι και σεις κονταρομάχοι, | άνδρες φανείτε μ᾽ όλην σας την δύναμιν, ω φίλοι,
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 132.1
    Δαρείου μέν νυν ἡ γνώμη ἦν Σκύθας ἑωυτῷ διδόναι σφέας τε αὐτοὺς καὶ γῆν τε καὶ ὕδωρ, εἰκάζων τῇδε, ὡς μῦς μὲν ἐν γῇ γίνεται καρπὸν τὸν αὐτὸν ἀνθρώπῳ σιτεόμενος, βάτραχος δὲ ἐν ὕδατι, ὄρνις δὲ μάλιστα οἶκε ἵππῳ, τοὺς δὲ ὀϊστοὺς ὡς τὴν ἑωυτῶν ἀλκὴν παραδιδοῦσι.
    Λοιπόν η γνώμη του Δαρείου ήταν ότι οι Σκύθες τού παραδίνονταν και του έδιναν γην και ύδωρ, εξηγώντας έτσι τη συμβολική σημασία τους: πως το ποντίκι ζει στη γη και τρώει τα ίδια γεννήματα με τον άνθρωπο, κι ο βάτραχος στο νερό, ενώ το πουλί μοιάζει πάρα πολύ με το άλογο, κι όσο για τα βέλη, πως οι Σκύθες τού παραδίνουν την πολεμική δύναμή τους.
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  3. ισχύς για απόκρουση κινδύνου, προφύλαξη, υπεράσπιση
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 876 (875-877)
    ἄλλοτε δ᾽ ἄλλαι ἄεισι διασκιδνᾶσί τε νῆας | ναύτας τε φθείρουσι· κακοῦ δ᾽ οὐ γίνεται ἀλκὴ | ἀνδράσιν, οἳ κείνῃσι συνάντωνται κατὰ πόντον.
    Κάθε φορά πνέουν κι αλλιώς και τα καράβια διασκορπίζουνε, | τους ναύτες αφανίζουν. Και δεν υπάρχει προστασία απ᾽ το κακό | για τους ανθρώπους που θα τους συναντήσουν μες στη θάλασσα.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 201 (200-201)
    τὰ δὲ λείψεται ἄλγεα λυγρὰ | θνητοῖς ἀνθρώποισι, κακοῦ δ᾽ οὐκ ἔσσεται ἀλκή.
    Και μόνο οι πόνοι οι θλιβεροί θα απομείνουν | στους θνητούς ανθρώπους. Κι απ᾽ το κακό προφύλαξη δε θα υπάρχει.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 80.3
    πρὸς μὲν γὰρ Πελοποννησίους καὶ τοὺς ἀστυγείτονας παρόμοιος ἡμῶν ἡ ἀλκή, καὶ διὰ ταχέων οἷόν τε ἐφ᾽ ἕκαστα ἐλθεῖν·
    Απέναντι στους Πελοποννησίους και τους γείτονές μας έχομε αρκετές δυνάμεις και είμαστε σε θέση να ενεργήσομε ταχύτατα σε όποιο σημείο χρειαστεί.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  4. συμπλοκή, μάχη
  5. βοήθεια, επικουρία
  6. (στον πληθυντικό ἀλκαί) κατορθώματα ανδρείας

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία