↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα συμφραζόμενα
      γενική των συμφραζομένων
    αιτιατική τα συμφραζόμενα
     κλητική συμφραζόμενα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμφραζόμενα, ουσιαστικοποιημένος πληθυντικός ουδετέρου της μετοχής συμφραζόμενος («αυτός που λέγεται μαζί (με κάτι άλλο)»)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συμφραζόμενα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • αυτά που συναποτελούν ένα κείμενο
  • Η λέξη μου ήταν άγνωστη, αλλά κατάλαβα τι σήμαινε από τα συμφραζόμενα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος μετοχής

επεξεργασία

συμφραζόμενα