Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα συμφραζόμενα
      γενική των συμφραζομένων
    αιτιατική τα συμφραζόμενα
     κλητική συμφραζόμενα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμφραζόμενα, ουσιαστικοποιημένος πληθυντικός ουδετέρου της μετοχής συμφραζόμενος («αυτός που λέγεται μαζί (με κάτι άλλο)»)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συμφραζόμενα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • αυτά που συναποτελούν ένα κείμενο
  • Η λέξη μου ήταν άγνωστη, αλλά κατάλαβα τι σήμαινε από τα συμφραζόμενα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία

συμφραζόμενα